συμμεταβαίνω

συμμεταβαίνω
Α
1. συμβαδίζω («συμμεταβαίνει τι τοῡ πάθους», Λουκιαν.)
2. συμφωνώ («τὰ ῥήματα συμμεταβαίνει τοῑς προσώποις», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μεταβαίνω «μετατοπίζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”